Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Η Ιστορία της Ιεράς Μονής Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά

Στην πόλη της Καστοριάς βρίσκεται και το βυζαντινό μοναστήρι της Παναγία της Μαυριώτισσας, δίπλα στο οποίο έχει προσαρτηθεί και το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Το καθολικό του μοναστηριού είναι χτισμένο τον 11ο αιώνα και το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη χτίστηκε το 19ο αιώνα, είναι δηλαδή μεταβυζαντινό.


Στο τέλος του 10ου αιώνα οι Νορμανδοί είχαν καταλάβει για ένα μικρό χρονικό διάστημα την Καστοριά.
Ο τότε αυτοκράτορας, Αλέξιος ο Κομνηνός Α', ήθελα να την πάρει πίσω. Ο τρόπος που σκέφτηκε αυτός και οι στρτηγοί του για να προσεγγίσει την πόλη ήταν από τη λίμνη. Επιβίβασαν λοιπόν τον βυζαντινό στρατό σε βάρκες και σε πλοιάρια που βρήκαν στη λίμνη της Καστοριάς, αλλά και σε γύρω λίμνες και ποτάμια και από την απέναντι πλευρά, σκεφτείτε ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε και ο παραλίμνιος δρόμος, ο βυζαντινός στρατός διέσχισε τη λίμνη και αποβιβάστηκε στο σημείο που βρίσκεται τώρα το μοναστήρι Ήταν τότε ένα ερημικό σημείο.
Όπως η πόλη της Καστοριάς έχει το σχήμα μιας χερσονήσου, οι βυζαντινοί στρατιώτες, περικύκλωσαν την Καστοριά και έτσι ανάγκασαν τους Νορμανδούς σε υποχώρηση.
Αυτό θεωρήθηκε μια μεγάλη βυζαντινή νίκη και λίγα χρόνια αργότερα ο Αλέξιος έχτισε μια εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία.


Η εκκλησία αυτή αρχικά ονομάστηκε Παναγία Μεσονησιώτισσα, γιατί βρίσκεται περίπου στο μέσο της χερσονήσου, στα χρόνια όμως της τουρκοκρατίας αλλα και αργότερα, οι κάτοικοι του απέναντι χωριού, του Μαυροχωρίου, φρόντιζαν και προστάτευαν το μοναστήρι και έτσι μετονομάστηκε σε Παναγία Μαυριώτισσα .

Εσωτερικά και εξωτερικά της μονής δούλεψαν πέντε διαφορετικοί αγιογράφοι από το 12 μέχρι και το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, ενώ το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, το διακόσμησε εσωτερικά αλλά και εξωτερικά, ένας καλλιτέχνης το 1552.

Ξενοδοχεία στην Καστοριά

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Άρωμα με υπογραφή

Προορισμένο να γίνει κλασικό σύμβολο, το νέο άρωμα Gucci by Gucci αντιπροσωπεύει μια παράδοση 85 ετών καλλιτεχνίας και πολυτέλειας, προσθέτοντας το ύφος του νεωτερισμού, του αισθησιασμού και της δύναμης της σχεδιάστριας Frida Giannini.

Απευθύνεται σε γυναίκες ισχυρές και αισθησιακές ταυτόχρονα, που καθοδηγούνται από την επιθυμία τους για επιτυχία αλλά και από την καταφανή θηλυκότητά τους. Η σύνθεσή του πλούσια και εκφραστική, με το πατσουλί ως νότα βάσης να κάνει εντυπωσιακή είσοδο και τις νότες κορυφής να αναδίδονται με ένα εξωτικό μείγμα γκουάβας και αχλαδιού, υπογραμμίζοντας τη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία του. Οι νότες καρδιάς προσθέτουν πλούσια, αισθησιακή θηλυκότητα, με το άνθος Tahitian Tiare να προκαλεί συνειρμούς από κρεμώδη αίσθηση σε μια αντισυμβατική ευωδία.


Τέλος, οι νότες musk και το μέλι ολοκληρώνουν το μαγευτικό άρωμα. Η συσκευασία, εμπνευσμένη τόσο από την ιστορία του οίκου όσο και από τη νέα θηλυκή διάσταση, σχεδιάστηκε με σκοπό να συγκεντρώσει το αληθινό πνεύμα της παράδοσης Gucci, ακτινοβολώντας ταυτόχρονα έναν αισθησιακό και θερμό νεωτερισμό. Το παλαιικό, πολύπλευρο καφετί γυαλί εκσυγχρονίζεται με τις ισχυρές γραμμές και τη λεία μορφή του, ενώ το χρυσό περιδέραιο που το στολίζει συμβολίζει τη θηλυκότητα και την αληθινή γυναίκα Gucci.

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Πολύτιμα και απολύτως απαραίτητα

Ekaterina: Kολιέ από λευκόχρυσο με μπριγιάν, Fine Gems Stavros Papadopoulos. Δεξί χέρι, από αριστερά προς τα δεξιά: Δαχτυλίδι από λευκόχρυσο με μπριγιάν, Pogonatos Jewellery. Δαχτυλίδι από λευκόχρυσο με μπριγιάν, Ξανθόπουλος. Από πάνω προς τα κάτω: Βραχιόλι από λευκόχρυσο με μπριγιάν, Τραμπακόπουλος. Ριβιέρα από λευκόχρυσο με μπριγιάν, Pogonatos Jewellery. Ρολόι από λευκόχρυσο με διαμάντια, από τη σειρά «Magic Hours», Piaget, Richemont Hellas. Αριστερό χέρι, από αριστερά προς τα δεξιά: Δαχτυλίδι από ροζ χρυσό με μπριγιάν, Κατραμόπουλος. Δαχτυλίδι από ροζ χρυσό με μπριγιάν, Imanoglou.

Guy: Σταυροί από ροζ χρυσό με μαύρη essenza και μπριγιάν, Gavello.

Ekaterina: Στο λαιμό, από πάνω προς τα κάτω: Κολιέ από λευκόχρυσο με μπριγιάν, Venetia Vildiridis. Κολιέ από λευκόχρυσο με μπριγιάν, από τη συλλογή «Happy Spirit», Chopard, Chopard Boutique. Aριστερό χέρι: Βραχιόλια από λευκόχρυσο με μπριγιάν, Serkos. Μανσέτα από λευκόχρυσο με μπριγιάν, Πατσέας. Δαχτυλίδι από λευκόχρυσο με μπριγιάν και όνυχα,Venetia Vildiridis. Δεξί χέρι: Δαχτυλίδι από λευκόχρυσο με μπριγιάν, Κατραμόπουλος. Δαχτυλίδι από ασήμι, cable statement, με ημιπολύτιμη πέτρα, Armadoro.



Guy: Μενταγιόν από λευκόχρυσο με μαύρα μπριγιάν και ροζ χρυσό,Venetia Vildiridis. Αυτόματος χρονογράφος από ατσάλι με λουράκι από δέρμα κροκοδείλου, μοντέλο «Royal Eagle Chronographe», Vacheron Constantine, Παλατζιάν. Δαχτυλίδι από λευκόχρυσο με μαύρα μπριγιάν και σμαράγδια, Gavello.
        
Ekaterina: Τσόκερ και σκουλαρίκια από χρυσό με μπριγιάν και ρουμπίνια, D/A Anagnostopoulos. Δεξί χέρι: Βραχιόλι από χρυσό με μπριγιάν και ρουμπίνια, Πατσέας. Βραχιόλι από χρυσό και δαχτυλίδι από χρυσό με μπριγιάν, Louis Vuitton, Louis Vuitton Boutique. Αριστερό χέρι: Βραχιόλι από ροζ χρυσό με μπριγιάν, Pogonatos Jewellery. Από αριστερά προς τα δεξιά: Δαχτυλίδι από χρυσό με διαμάντια, τουρμαλίνες, αμέθυστο, aquamarine και citrine, από τη σειρά «Quatre epieces», Christian Dior, Dior Boutique. Δαχτυλίδι από χρυσό με μπριγιάν και ρουμπίνια, Πατσέας.

Guy: Αλυσίδα από λευκόχρυσο με διαμάντια και κονιάκ μπριγιάν, Serkos. Μενταγιόν από χρυσό, Lalaounis. Δαχτυλίδι από ροζ χρυσό με μαύρη essenza και μπριγιάν, Gavello.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Ο κόσμος του Γάλλου Προέδρου

Ο πρώτος εν ενεργεία Γάλλος Πρόεδρος που πήρε ποτέ διαζύγιο, μη διστάζοντας να συγκατοικεί με την ερωμένη του, Κάρλα Μπρούνι, ανοίγει τις πόρτες του Μεγάρου των Ηλυσίων και φωτογραφίζεται σε σπάνιες προσωπικές στιγμές.

Το 24ωρο του Νικολά Σαρκοζί απέχει πλέον κατά πολύ από την εικόνα που θέλησε να προβάλει ποζάροντας για τις φωτογραφίες αυτών των σελίδων. Ήταν η πρώτη φορά που Γάλλος Πρόεδρος άνοιγε διάπλατα τις πόρτες των Ηλυσίων για το φακό. Δεν ήταν αυτή βέβαια η μοναδική πρωτιά για τον Σαρκοζί, ο οποίος είναι ο πρώτος Πρόεδρος που παίρνει διαζύγιο εν ενεργεία. 


Οι Γάλλοι ψηφοφόροι που τον εξέλεξαν, πριν από μερικούς μήνες, πανηγυρικά στο θώκο του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, πάντως, αρνούνται να δεχτούν την ιδέα ότι αντί Προέδρου θα πρέπει να συμβιβαστούν με τον ερωτοχτυπημένο jet setter που ταξιδεύει ανά τον κόσμο με τη σούπερ μόντελ αγαπημένη του, παίζοντας κρυφτό με τους παπαράτσι και πρωταγωνιστώντας στις στήλες κουτσομπολιού. 

Η τελευταία δημοσκόπηση στη Γαλλία έδειξε ότι το 52% των ερωτηθέντων είναι δυσαρεστημένο με τις επιδόσεις του Προέδρου, καθώς οι προεκλογικές υποσχέσεις που είχε δώσει δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί. Ενώ ο 52χρονος Σαρκοζί είχε προεκλογικά υποσχεθεί ότι θα αύξανε την αγοραστική δύναμη των πολιτών, η πρόσφατη δήλωσή του περί άδειων ταμείων έδειξε ότι δεν προτίθεται να πραγματοποιήσει την εξαγγελία του. 

Σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις, μάλιστα, αυτό που έχει ενοχλήσει τους Γάλλους είναι ότι έχει στρέψει την προσοχή στην ιδιωτική του ζωή και τον πολυδιαφημισμένο έρωτά του με την κατά 12 χρόνια μικρότερή του Κάρλα Μπρούνι.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Το κρατίδιο του δαιμόνιου ρεπόρτερ


Διακοπές. Διακοπή λόγω θέρους. Ραντεβού το Σεπτέμβρη. Διακοπή για διαφημίσεις. Θερινές διακοπές, που διακόπηκαν κι αυτές στο μακρινό –πλέον– παρελθόν και από τότε έχω να τις ξαναδώ.

Διακοπές κάποτε ήταν η «εξαφάνιση» μέσα στη ζέστη του καταμεσήμερου στον Πειραιά ή στη Ραφήνα μ’ ένα μονίμως χαλασμένο καράβι ή μ’ ένα αεροπλάνο, το ξεπακετάρισμα ρούχων που ζεμάταγαν από το φουσκωμένο σακ βουαγιάζ και –λίγες ώρες μετά και δεκάδες μίλια μακριά– το πρώτο απογευματινό βούτηγμα των άσπρων σου ακόμη (έχω μέρες να μαυρίσω) ποδιών στην πρώτη σουρουπωμένη θάλασσα που θα έβρισκες μπροστά σου. Διακοπές ήταν η λαχτάρα των πρώτων ημερών, το Κόπερτον που τέλειωνε από την αλόγιστη χρήση και το βιβλίο που όλο κάτι γινόταν και δεν διαβαζόταν με συνέπεια. Ήταν τα ίχνη σου που τα εξαφάνιζες με τόση ευκολία (το κινητό δεν είχε εφευρεθεί και δεν χτύπαγε ποτέ για να σε ταράξει και να σε ανακαλύψουν), η αποχή από το «κάθε μέρα» πεπρωμένο, οι δεκαπέντε ημέρες (μετρημένες διπλά και τριπλά, η κάθε μία με ιερή προσοχή και εξέχουσα σημασία), που θα άλλαζαν τη χρονιά όλη, που θα τη μηδένιζαν και θα άρχιζαν με γενναιότητα μια καινούργια, χωρίς να περάσεις από τα Χριστούγεννα και το Νέο Έτος. Διακοπές με μια επιστροφή που σε έκανε να βλέπεις τα βρόμικα καθαρά και τα μίζερα ντυμένα με καινούργιο πλούτο.


Είκοσι χρόνια μετά, το σακ βουαγιάζ μου με αποχαιρέτησε θλιβερά, πεταμένο σε κάποιον σκουπιδότοπο, στο κέντρο της Αθήνας. Ο τόπος των «θερινών διακοπών» έγινε απλώς ο τόπος μεταφοράς της ζωής μου τους θερινούς μήνες, αλλά κι ο τόπος όπου ξελαρυγγιάζονται (χωρίς γονική επιτήρηση) γυμνές έφηβες τσαπερδόνες με βραζιλιάνικους πισινούς πάνω σε μπάρες και ουρλιάζουν στο γνωστό ρεπόρτερ «Μύκονοοοοοοος» ή «Μάλιαααααα» ή «Φαληράκιιιιιιιιι». Κι εγώ, ξαφνικά, βρέθηκα να μονολογώ πως αλλιώς το είχα φανταστεί όταν ξεκίνησα αυτό το σαγηνευτικό ταξίδι θερινών διακοπών, χρόνια πριν, στο μυαλό μου κι αλλιώς το πράγμα μού προκύπτει…

Η «διακοπή», πλέον, δεν έρχεται ποτέ. Διότι, πολύ απλά, το τηλέφωνο χτυπάει ασταμάτητα με προβλήματα που απαιτούν λύση εδώ και τώρα, το γραφείο δουλεύει σαν μια μεγάλη τεράστια μηχανή με συνεχείς βάρδιες που καίει συνέχεια κάρβουνο, μουγκρίζοντας και βγάζοντας καπνούς όλο το χρόνο, κι επιπλέον, όλους αυτούς που θες ή δεν θες να βλέπεις στην πόλη τούς συναντάς στις κοσμικές περατζάδες, σαν τις περίφημες νυφοπαζαρικές βόλτες στα χωριά της Θεσσαλίας.

Πεταχτά, δειλά πια φιλιά (ένεκα γρίπης) στον αέρα, «πότε ήρθατε», «πόσο θα μείνετε», ενώ ακόμα και η πιο μικρή παραλία υπέκυψε στην ξαπλώστρα, στην εκκωφαντική μουσική και στους μεταλλαγμένους σε Ρώσους Έλληνες με τα πούρα και τα ποτά δίπλα στο κύμα. Μια νέα, αλλά ίδια και απαράλλαχτη, ζωή σε αυτό το νησί που από την αρχή είχα προσπαθήσει να αγαπήσω. Μόνο η θάλασσα, άγρια, θυμωμένη τις περισσότερες ημέρες του μήνα –μανιασμένη με όλους εμάς, υποψιάζομαι– είναι ίδια εκεί, μέσα στο βάθος, καθώς την κοιτώ από το μπαλκόνι μου… Και το ηλιοβασίλεμα, που καταπίνεται ολόκληρο από αυτήν ή το βάθος της, που το κοιτώ σαν χαμένη τις λίγες φορές που μπορώ να βρεθώ με βάρκα στα ανοιχτά ή σε έρημο κόλπο (χωρίς να πέσω επάνω στη μυστακοφόρο Μανταλένα και σε όλο της το σόι σε μια μόνο βάρκα, ή σε συμμορία νεοελλήνων σε φουσκωτά, με πούρα και σφηνάκια, συνοδεία εκκωφαντικής μουσικής Γιαννούλη - Βαζαίου από το τελευταίο cd δώρο του περιοδικού Πίστα).

Εγώ και οι σκέψεις μου μαζί, λίγες φορές κι αυτές, συναντιόμαστε καθώς χαζεύω τα αιματοβαμμένα νύχια των ποδιών μου ξεχασμένα μέσα στη θάλασσα ή αργά τη νύχτα, καθώς βλέπω τα φώτα στο λιμάνι. Τα σιχαίνομαι ακόμα τα λιμάνια. Ειδικά τα ελληνικά είναι τόσο άσχημα την ημέρα. Μόνο τη νύχτα ομορφαίνουν λίγο, γιατί «κρύβονται» όπως οι λάσπες με το χιόνι…
«Όχι, εγώ ήθελα λιγότερα τελικά», σκέφτομαι και τινάζομαι σαν να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα, καθώς περιεργάζομαι αφηρημένη μια οικογένεια με δυο μικρά παιδιά, που υποψιάζομαι ότι με μεγάλη οικονομική δυσκολία αποφάσισε να κάνει διακοπές στο περιβόητο «νησί των ανέμων» και «του δαιμόνιου ρεπόρτερ του Star».

«Στη θέση τους δεν θα πάταγα το πόδι μου ποτέ εδώ», είπα στο μεγάλο μου γιο, κόβοντάς του αποφασιστικά ακόμη ένα μεγάλο κομμάτι πίτσα. «Οι καλύτερες διακοπές της ζωής μου ήταν μόνο οι ταπεινότερες», τους απολογούμαι, κοιτώντας τους στα μάτια, πριν πάρουμε το ταξίδι της επιστροφής από την έρημη παραλία στο «κρατίδιο της κοσμικής νεοελληνίδας».

Το όμορφο, άσπιλο από κοσμικές πατημασιές, νησί θα γίνει δικό μου ξανά, σαν ανακουφιστική ανάσα έπειτα από βαθιά βουτιά σε μαύρα νερά, εκεί κοντά στα μέσα Οκτωβρίου, όταν θα γαληνέψουν πάλι τα Σαββατοκύριακά μου, όταν θα νιώθω πως οι βουτιές είναι μόνο δικές μου σε όλο το Αιγαίο και οι παραλίες της Δήλου θα είναι κι αυτές ερημωμένες. «Θα επιστρέψω τότε για διακοπές», λέω στον εαυτό μου, που φαίνεται πως τελικά κατάφερε περισσότερα απ’ όσα άντεχε.

Κλείνω τα μάτια μου συχνά, ακουμπισμένη στο πιο ακριανό άσπρο τοιχάκι της βεράντας, που το δέρνει πιο δυνατά απ’ τα άλλα ο ανελέητος αέρας των οκτώ μποφόρ, και κάνω αναδρομή στα περασμένα καλοκαίρια μου. Ήμουν πάλι εγώ, αλλά και μια άλλη ξέγνοιαστη γυναίκα – κορίτσι: Εγώ, στα ζεστά νερά των Καμένων Βούρλων, με μπερδεμένα σκούρα φύκια στα πόδια και ροζ κουβαδάκια, εγώ μαζεύοντας πεταλίδες στα βράχια του Πηλίου, εγώ αναστενάζοντας στον πρώτο έρωτα στην αμμουδιά της Σκιάθου και στα Γιάλτρα Ευβοίας. Και μετά, ώριμη κι ανώριμη, απλώνοντας πετσέτα κοριτσίστικη στα βράχια της Ύδρας ύστερα από εξαντλητικό ποδαρόδρομο, σκαστή από τη μαμά - Κομαντατούρ και χαμένη στο πλήθος των τουριστών στην Κρήτη και στην Πάρο, ερωτευμένη και απογοητευμένη στη Σίφνο, ξεκολλώντας ασημόσκονη από τα βράχια της Χρυσοπηγής και κάνοντας ευχή να επιστρέφω σ’ αυτό το μέρος για πάντα.

Εκεί, κάθε μέρα, και για τις ιερές 15 ημέρες που ακολούθησαν, την ίδια ώρα το απόγευμα παρακολουθούσα ευλαβικά ένα υπερηλικιωμένο ζευγάρι (άσπροι κι ανέγγιχτοι από ήλιο και οι δυο τους) που κολυμπούσε με αναπνοές και γερασμένες όλο αγάπη αγκαλιές. Έπεφταν από τα βράχια της Χρυσοπηγής και ξανοίγονταν στο πέλαγος μέχρι που ο ήλιος έδυε πίσω από τα σκουφάκια τους. Τα χρόνια πέρασαν κι αυτοί θα χάθηκαν σίγουρα (κάπου εκεί στα ανοιχτά) για πάντα.

Αλλά κι εγώ δεν ξαναγύρισα ποτέ. Τα βράχια της περισυλλογής και της μοναξιάς έγιναν πολύβουη, κοσμική παραλία, κατασκήνωση με ψυγειάκι, βατραχοπέδιλα όλων των χρωμάτων και κουβαδάκια όλων των σχημάτων με ασορτί τσουγκράνες. Το βιβλίο έγινε τάπερ με μαγειρευτό φαγητό και «φά’ το γρήγορα γιατί δεν έχει παγωτό μετά», ενώ οι παθιασμένες αγκαλιές στη σουρουπωμένη παραλία σε μια μονή πετσέτα έγιναν ξαπλώστρα διπλή, τετραπλή, πρώτη σειρά, μετά ομπρέλας και ποτού.

Ανοίγω το παράθυρο και έξω λυσσομανάει ο αέρας, θυμωμένος από μέρες τώρα, και νιώθω έτοιμη –σαν από καιρό– να πετάξω ψηλά και να προσγειωθώ το ξημέρωμα με τον πρώτο ήλιο σε όποια μικρή βάρκα βρω μπροστά μου, μακριά από γνωστούς και άγνωστους δαίμονες, τηλέφωνα και ομιλίες. Μόνο εγώ, οι σκέψεις μου και οι αγάπες μου, τρώγοντας καρπούζι και μαζεύοντας πεταλίδες ως το ηλιοβασίλεμα…

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Μόνη στο γραφείο


Από νήπιο, το έπιπλο που μου είχε προξενήσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν το γραφείο του πατέρα μου, ένα βαρύ μαονένιο τερατούργημα με σκούρα επιφάνεια, που περισσότερο θύμιζε κάσα σε κηδεία Αρεοπαγίτη.

Ένα γραφείο για υψηλόβαθμο στέλεχος Υπουργείου, ένα γραφείο με σιδερένιες κλειδαριές, που ερέθιζαν τόσο πολύ την παιδική μου φαντασία ώστε να φαντάζομαι μονίμως την ύπαρξη χαμένων διαθηκών, ημερολογίων που έκρυβαν την αλήθεια (μήπως, τελικά, ήμουν υιοθετημένη;), φωτογραφιών από παλιούς έρωτες, κατοχικών χρημάτων και οτιδήποτε άλλου μπορούσε να συλλάβει η ελεεινή μου περιέργεια. Πίσω από το γραφείο εφάρμοζε ευλαβικά μια θεόψηλη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα με κουμπιά τύπου Chesterfield, που παρέπεμπε σε αυστηρό ιατρείο παθολόγου, ο οποίος εξετάζοντας τον ασθενή θα έλεγε με ύφος Μάνου Κατράκη «έχετε έξι μήνες ζωής», σε μια ντουζίνα ασθενείς κάθε μέρα. Το ημίφως, που υπέφωσκε μονίμως, χειμώνα - καλοκαίρι, οι κατεβασμένες γρίλιες, αλλά και το ’60s φωτιστικό μαζί με την αρχαία Olympia γραφομηχανή με το μπλε καρμπόν περασμένο στη θέση του ενίσχυαν το πάθος μου για αυτή τη γωνιά του σπιτιού.
Πρώτα έμαθα τις κρυψώνες κάτω - πίσω - δίπλα από το γραφείο αυτό και μετά στο δωμάτιό μου. Η βιβλιοθήκη με τα χοντρά βιβλία του πατέρα μου (ο οποίος είχε την ιδιοτροπία να τα δερματοδετεί πάντα μαύρα ή σκούρα καφέ με τυπωμένο χρυσό το όνομα στη ράχη) με έκανε στην αρχή να πιστέψω πως είχε γράψει εκείνος, μονομιάς μάλιστα, όλα τα βιβλία. Εκεί πρωτοέπαιξα –εγώ, ένα ξεχασμένο παιδάκι της πολυκατοικίας, ένα εσώκλειστο του κλιμακοστασίου– εκεί στα μέσα των ’70s, όταν η βόλτα όλων των παιδιών ήταν η επίσκεψη στον μπακάλη της γειτονιάς και το περίπτερο για την εφημερίδα, με έξτρα τσίκλα - φυλλαράκι δώρο. Η πρώτη μου λέξη γράφτηκε σε εκείνη την «αρχαιοελληνική» γραφομηχανή (νομίζω ότι ήταν η λέξη «κ-ο-τ-α») τρόπαιο του πατέρα μου από το γαμήλιο ταξίδι του στη Γερμανία το 1957, ενώ κάτω από τη βαριά κάσα του, περικυκλωμένη από τα σκοτάδια του, έπαιξα για πρώτη φορά με μια δανεική Barbie (από το διπλανό διαμέρισμα), με αυτοσχέδιο ρουχισμό και interior από το καλό σερβίτσιο της μητέρας μου. Εκεί έγραψα πρώτη φορά ημερολόγιο με το φως ενός φακού, εκεί έκλαψα όταν «ανακάλυψα» ξαφνικά πόσο τρομακτικά μισούσα τους πάντες –ακόμα και εκείνους που λάτρευα, τους γονείς μου– εκεί, κοντά στα 14. Εκεί τηλεφωνήθηκα κρυφά (για το φόβο των Ιουδαίων, καλυμμένη από τη χοντρή καρό κουβέρτα μου), εκεί έκανα και τους πρώτους μου υποθετικούς διαλόγους - ευχαριστήρια στα Oscar, ακούγοντας το θέατρο της Δευτέρας στο ραδιόφωνο.

Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ, υπομονετικά, περίμενα να κληρονομήσω το τερατόμορφο αναγνωστήριο από τη δεύτερη κάτοχό του, την αδελφή μου, η οποία είχε περάσει αξέχαστες στιγμές σκληρής ελληνικής μελέτης, παραγκωνίζοντας έναν πατέρα ο οποίος διαπίστωνα με καθημερινή λύπη πως χανόταν όλο και πιο πολύ στις δικές του σκέψεις – δαιμόνια που τον βύθιζαν στην ασφάλεια ενός μοναχικού κόσμου. Κατοχύρωσα για τα καλά την Chesterfield πολυθρόνα στα 15 κι ένιωθα κυρίαρχη του χώρου, της μαονένιας κάσας και της βιβλιοθήκης πίσω μου, η οποία πλέον «ξέρναγε» από βιβλία, προσπέκτους, λεξικά, βοηθήματα και εσχάτως από περιοδικά, που τα έκρυβα από τα χαμηλά ράφια εδώ και καιρό και ήταν η ώρα χωρίς ντροπή να γειτνιάσουν με τα δερματόδετα βιβλία του πατέρα μου. Σαν να ζητούσαν ευκαιρία να χλευάσουν για λίγο την καθωσπρέπει μόρφωση που με χτίκιασε τόσα και τόσα χρόνια ή τα ποιήματα του Ουράνη, του Καβάφη και του Καρυωτάκη, που τα έμαθα αναλύοντας το συντακτικό τους και όχι πίνοντας το νέκταρ των στίχων τους – ως όφειλα.


Ατέλειωτα ξενύχτια, μερόνυχτα κούρασης και «θρησκευτικής» αγρύπνιας, λόγω εξετάσεων την επομένη, έκαναν το «μαονένιο μου φερετράκι» αναπαυτικό κρεβατάκι, για εμένα, τις σκέψεις μου και τις ζωγραφιές μου, που πλέον ξέφευγαν από τα χαρτιά και γίνονταν επίθεση αναρχικής, αφού σκάλιζα σιγά - σιγά και σταθερά τις παρυφές των συρταριών του, τα εσωτερικά και τα πλαϊνά του, με κακό σκοπό βανδάλου, αλλά και ονειροπόλου – φρεσκοερωτευμένου στο δάσος, που σκαλίζει με ηδυπάθεια το όνομα της καλής του και την ημερομηνία... 1983, ’84, ’88, ’90, ’92...

Αφεντικό πλέον, όχι μόνο του πατρικού γραφείου, αλλά και του σπιτιού, θρηνώντας έναν πατέρα που πια δεν υπήρχε για να μοιραστεί μαζί μου καμιά λύπη (τις λύπες, νομίζω, τις μοιραζόταν μαζί μου πιο σθεναρά), κατηφόριζα την παλιά αγορά, στην Ερμού και Ασωμάτων, ένα καταμεσήμερο Ιουλίου που ο ήλιος ζεμάταγε τους ώμους μου (κι εγώ χαιρόμουν πως μαύριζα) και νόμιζες ότι βρισκόσουν στο Κάιρο από τη ζέστη, τις φωνές και το μποτιλιάρισμα. Έψαχνα πάλι έπιπλα, ντεκόρ για μια φωτογράφηση –ως συνήθως– σε χρόνο ρεκόρ. Ανέβαινα και κατέβαινα σκάλες στο παλαιοπωλείο, όταν ξαφνικά έμεινα άλαλη συνειδητοποιώντας ποιο έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα μου προς την ελευθερία: Με μια κίνηση (σπρωξιά καλύτερα) αποχαιρέτησα στο φορτοεκφορτωτή το πατρικό μου τρόπαιο, το περίφημο γραφείο του πατέρα μου, σε μια κίνηση ματ, αφού είχα σιγουρευτεί ότι η μητέρα μου έλειπε από το σπίτι. Τα πήραν όλα, κοψοχρονιά. Γραφείο, συρτάρια, βιβλιοθήκη, πολυθρόνα, ακόμη και το φωτιστικό. Κράτησα μόνο τα βιβλία να μου θυμίζουν τα μη και τα πρέπει μου, τους κανόνες και τα όριά μου, το καλό και το κακό μου. Αποχαιρέτησα για εμένα, για εκείνον και για εκείνες (ξέρουν αυτές) τα όνειρα αλλά και τους εφιάλτες. Το παλιό μου «κρησφύγετο» έγινε λεία κάποιου παλιατζή, ο οποίος μου είπε πως, αν ήξερε ότι θα ήταν τόσο ογκώδες, δεν θα το έπαιρνε ούτε αυτός ποτέ. Καθόμουν μόνη μου, για ώρες, οκλαδόν στο άδειο δωμάτιο, ανάμεσα στα βιβλία και στα περιοδικά. Για καιρό, ξενοκοιμόμουν στον καναπέ του σαλονιού, μέχρι που έφτιαξα την κρεβατοκάμαρα της Λόρα Άσλεϊ και της Λόρας από το «Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι» σε συσκευασία «δύο σε ένα».

Στα επόμενα χρόνια, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν απέκτησα ποτέ δικό μου γραφείο στο σπίτι μου. Φιλοξενούμαι (με απίστευτη γκρίνια και αγάπη) στο γραφείο του συζύγου μου στο σπίτι μας, ενώ στις Εκδόσεις, σε μια έκρηξη αμηχανίας και δημιουργικότητας, πήρα την πρώτη μου συζυγική τραπεζαρία και την έχρισα γραφείο εργασίας.
Δεν ξέρω τι με έπιασε απόψε κι ενώ όλοι έχουν φύγει κι η Εταιρία είναι άδεια, έπεισα τον εαυτό μου πως έπρεπε να κλειδωθεί (στην κυριολεξία) κάπου με απόλυτη ησυχία, για να συγκεντρωθώ. Στο σπίτι επικρατεί μονίμως ο «Πόλεμος των Άστρων», με τα μικρά να αλληλοεξοντώνονται.

Ξαφνικά, εδώ, απόψε, κατάλαβα πως έχω ένα μικρό δωμάτιο δικό μου, έπειτα από πολλά - πολλά χρόνια. Έχω κι ένα ενυδρείο με πολύχρωμα ψαράκια να γουργουρίζουν από ευτυχία που δεν κινδυνεύουν στ’ ανοιχτά νερά κι εγώ να χαζεύω με την ευτυχία τους.
Απόψε, έμεινα μέχρι αργά στο γραφείο μου, στο δικό μου pop art γραφείο, σαν μεγάλη, πολύ μεγάλη πια, αλλά και λίγο σοφή για να το ξεφορτωθώ η ίδια έπειτα από χρόνια, πριν το κάνει κάποιος άλλος καθώς θα πετάει προς την ελευθερία του.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Η προφητεία


Τα χρόνια της παιδικής μου ζωής πέρασαν ακούγοντας, σαν από χαλασμένο μεγάφωνο, από τις γιαγιάδες, τους παππούδες, τη μάνα και τον πατέρα τη ρήση –προτροπή– ευχή και κατάρα «να μη ζήσετε ποτέ τη φρίκη που ζήσαμε εμείς».
Ο αναστεναγμός ανακούφισης που έβγαινε όταν το έλεγαν, σαν επιθανάτιος ρόγχος από τα σωθικά τους, ανατρίχιαζε, όπως η παρουσία ενός φαντάσματος, την επιδερμίδα μου, αλλά κυρίως στοιχειώθηκε για πάντα το μυαλό μου με τις «εξωφρενικές» ιστορίες που άκουγα (ή τότε έκανα πως άκουγα, για να είμαι συνεπής με την επαναστατική γενιά μου). Όμως, άκουσα και ήξερα. Για να ακριβολογώ, αναστατώθηκε η ύπαρξή μου με αυτές τις «άγριες ιστορίες» από τα παλιά. Για εκείνους ήταν τα παραμύθια που μου έλεγαν σε σκοτεινές βεράντες τα βράδια του Αυγούστου, ανακατεμένα με μυρωδιές νυχτολούλουδου και παιδικού γάλακτος, αλλά στην ουσία ήταν οι εκμυστηρεύσεις - ψυχαναλύσεις των γέρων που «παραδίδουν» στους νέους, όπως οι παλαίμαχοι στους άρτι προσληφθέντες. Γενιές γενεών οι δικοί μου τυραννήθηκαν και αισθάνονταν ανακούφιση (αλλά σίγουρα και μια μικρή δόση χαιρεκακίας και απαξίωσης, τυλιγμένης σε σύννεφα αγάπης) όταν κατέληγαν στη μαγική τους φράση: «Μακάρι να μη ζήσετε στη χώρα αυτή ό,τι ζήσαμε εμείς».
 
 
Όλα άρχιζαν από τη Μικρά Ασία και τη σφαγή των μακρινών παππούδων μου και κατέληγαν στην Κατοχή, με μαυραγορίτες, εκτελέσεις και πείνα. Σφαγές ολόκληρων χωριών, ομαδικές εκτελέσεις, γειτονιές που καίγονταν, αντάρτες που μες στη νύχτα έσπαζαν τα παράθυρα και πέταγαν στουπιά βενζίνης στο πατρικό σπίτι, παιδιά οι γονείς μου να πηδούν από τα παράθυρα για να σωθούν και, μετά, σεισμοί, χαλάσματα, οικονομικές καταστροφές, αναγέννηση, Αθήνα, ’60s και ’70s σουρεαλισμός και γενιά του ’80, η γενιά μου. 
Η προνομιούχος γενιά μου σουλατσάριζε αμέριμνη στα βρόμικα και πυρακτωμένα τσιμεντένια καταφύγια της Αθήνας, αποκομμένη βίαια από φύση, ουρανό και θάλασσα, έζησε ένα Πολυτεχνείο και μια παρωδία επιστράτευσης αμέσως μετά, για να καταλήξει στα ανέμελα ’80s, μ’ όλους τους άντρες να θέλουν να μοιάσουν στον Γαρδέλη, με ασπρόμαυρη μαρινιέρα και κιθάρα μετά μοτοσικλέτας, και τα κορίτσια σε ολίγον Τέτα Ντούζου και Σοφία Αλιμπέρτη, με ξεχειλωμένες μπλούζες, πλαστικούς φλούο κρίκους, σκουλαρίκια και μυτερές λευκές γόβες. Ερωτευτήκαμε παράφορα και αγνά, τηρούσαμε τις αρχές μας, αφού η ελευθεριότητα κι η ξιπασιά ήταν ακόμη για το περιθώριο – φάγαμε και το χαστούκι του AIDS και μας φρονίμεψε έτσι κι αλλιώς…
Πασχίζαμε, οι περισσότεροι, για καριέρες και χειραφέτηση, οι ώμοι στα σακάκια μας κάποια στιγμή ξεπέρασαν τον τετραγωνισμό του ίδιου μας του συντρόφου, μπερδεύτηκαν οι όροι, οι ώρες, τα φύλα. Γίναμε, με τη σειρά μας, γονείς και πάψαμε να είμαστε παιδιά, όχι μόνο για το είδωλο που βλέπαμε στον καθρέφτη μας, αλλά και για κανέναν που δεν απέμεινε στη ζωή να μας ξαναπεί «παιδί μου».
 
Όλα αυτά τα πολλά χρόνια (που κράτησαν όσο μια ταινία του Αγγελόπουλου, από εκείνες τις αργόσυρτες αλλά δίωρες στην ουσία) ήταν ευλογημένα και τυχερά, καλότυχα, όπως μας τα είχαν ευχηθεί οι παππούδες και οι γονείς. Τόσο καλότυχα που είχαμε προλάβει να ξεχάσουμε πως, πίσω από την ευχή σίγουρα θα υπήρχε και μια κρυμμένη «προφητεία», πως αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες επανάστασης, όλα θα όδευαν σε μια άλλη καταστροφή. Όχι με πτώματα, εκτελέσεις και χαλάσματα με μαύρους καπνούς, αλλά με καταρρακωμένα ήθη κι αξίες και καμένες συνειδήσεις.
Το DNA γενεών και γενεών Ελλήνων, διαβρωμένο από τα τετρακόσια χρόνια της Τουρκοκρατίας και της πρόσμειξής μας με έναν τόσο διαφορετικό λαό, που μας συνέθλιψε για τόσους αιώνες, ταξίδευε στο αίμα αυτού του λαού, διαβρώθηκε μέσα στο χρόνο και από τους νομοθέτες και τους φιλοσόφους προγόνους μας φτάσαμε στους ραγιάδες, πονηρούς και κολπατζήδες γείτονες από την Ασία. Η κουλτούρα μας άλλαξε, όπως και η ιδεολογία μας, η εξωτερική μας εμφάνιση, η ράτσα μας ξερά. Άλλαξε και η μέτρια πια ψυχή μας, ό,τι μας είχε απομείνει από τις βαναυσότητες των άγριων καιρών, με αποτέλεσμα οι μέτριοι να γίνουν κακοί, οι κακοί χειρότεροι και οι κάκιστοι αχρείοι. Και όλοι αυτοί γέννησαν παιδιά που τα μεγάλωσαν όπως μπόρεσαν κι όπως ήξεραν, τα δασκάλεψαν δάσκαλοι μέτριοι ως επί το πλείστον κι έγιναν οι Νεοέλληνες, για να φτάσαμε στο τώρα, στο σήμερα και στο «δεν πάει άλλο».
Στην αρχή, ξεχώριζες τους Νεοέλληνες από τις –τόσο απλές στην καθημερινότητα– κακές τους συνήθειες: Παιδιά που ποτέ δεν πετούσαν τσίκλα ή σκουπίδι στον κάδο, αντιγράφοντας το γονιό τους, ο οποίος άνοιγε το παράθυρο του αυτοκινήτου και τακτοποιούσε το σκουπίδι καταλλήλως, όπως και το τσιγάρο άλλωστε, που το άρχιζαν στα δώδεκα, ως σημάδι ανδρισμού. Στη συνέχεια, αναγνώριζες το Νεοέλληνα από τους κακούς τρόπους, από την οχλαγωγία και τη βία, διότι έμαθε πως η επιβολή του νόμου στο σπίτι του γίνεται με χαστούκι, σπρώξιμο και βρίσιμο. «Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος», του έμαθαν και στο σχολείο άλλωστε, τόσα και τόσα χρόνια. Και μετά, έμαθε να πληρώνει παράνομα για οτιδήποτε έπρεπε να γίνει νόμιμο. Από τις κλήσεις για τα STOP που παραβίαζε (αφού πάντα έβλεπε τον πατέρα του να γκαζώνει βρίζοντας), μέχρι τις κλήσεις για το παράνομο παρκάρισμα και τις πινακίδες που εξαφανίστηκαν. Όλα επέστρεφαν και σβήνονταν ως διά μαγείας, με ένα «δώρο» στον αστυφύλακα που ήταν γαμπρός του μπατζανάκη β’, στον τελωνειακό - ξάδελφο γαμπρού και τον εφοριακό (νταβατζή φυσικά, αλλά καλό παιδί στην ουσία, γιατί θα μπορούσε να μας πάρει και πιο πολλά για να κλείσει αυτή η μικρή παρανομία στη βιοτεχνία του πατέρα σου) και ούτω καθεξής.
 
Τα καλά παιδιά, εμείς οι Έλληνες, οι ρωμαλέοι νικητές στις μάχες, οι ανδρείοι της ιστορίας, οι αιώνια αδικημένοι στις συμμαχίες, οι Έλληνες που πολέμησαν σαν λιοντάρια, οι εξέχοντες δάσκαλοι, οι καλλιτέχνες, οι πνευματικοί, οι πολιτικοί, μακρινοί - απόμακροι απόγονοι του Περικλή, του Πραξιτέλη, του Σόλωνα και του Πυθαγόρα, γίναμε μεταλλαγμένοι Νεοέλληνες (διεφθαρμένοι Νεοκολομβιανοί καλύτερα), βουτηγμένοι άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο σε μια ιδιόμορφη μαφία κι ορκισμένοι σε μια «ομερτά» διαφθοράς που μόνο εμείς γνωρίζουμε τους όρους.
Τι σημασία έχει αν δεν έζησα φωτιές, σεισμούς και πολέμους όπως οι πρόγονοί μας, όταν παραδίδω στα παιδιά μου αυτό το «σήμερα», με έναν πολιτισμό στον οποίο βασιλεύει το τάλεντ «ζώου», με όλους να ξελαρυγγιάζονται και να ξεγυμνώνονται για να γίνουν Βανδή στη θέση της Βανδή, με τις καλλονές (αν είναι έξυπνες) να γίνονται πορνοστάρ;
Κι ύστερα, πρέπει να αποδείξω πως δεν είμαι ελέφαντας, δημιουργώ περιοδικά (άρα πρότυπα) και κυρίως μεγαλώνω τους νέους Έλληνες… Το τι λέω στα παιδιά μου για την ξεφτίλα των ημερών είναι άλλη συζήτηση, αλλά δεν έχω ούτε εγώ πλέον δικαιολογίες, γιατί κι εγώ φταίω κι έχω το μερίδιο της συμμετοχής στην «ομερτά».
 
Μέσα στη δυσοσμία του πτώματος αυτής της πανέμορφης χώρας, υπάρχει μια αναλαμπή. Αφού είμαστε λαός που μας χρειάζεται σωφρονιστικό σύστημα, επιτήρηση και οικονομικός διευθυντής, καλά θα κάνουμε να λειτουργήσουμε ως σωστοί εργάτες που οφείλουν να κάνουν, επιτέλους, τη δουλειά τους. Διότι, όταν έρχεται, στην προκειμένη, η στιγμή των περικοπών, ανασκουμπώνεσαι με συνοπτικές διαδικασίες και μαθαίνεις να διυλίζεις τον κώνωπα και να βρίσκεις λύσεις εκεί που κάποτε έλεγες πως όλα θα φτιάξουν μόνα τους. Και μαθαίνεις να δουλεύεις πιο αποδοτικά, γίνεσαι πιο χρήσιμος και πιο παραγωγικός. Δεν περιμένεις να σου φέρουν ένα ποτήρι νερό για να σβήσεις τη φωτιά, αλλά ρίχνεις μόνος σου με κουβάδες.
Αποχαιρέτησα την Ελλάδα που ήξερα για πάντα. Το ίδιο εύχομαι και δι’ υμάς. «Ψηλά το ηθικό», λέω σε όλους τους δικούς μου –το λέω στα παιδιά μου κυρίως– γιατί από τον πόλεμο αυτής της γενιάς θα αναγεννηθούν οι Νέοι Έλληνες και όχι οι Ελληνάρες που κάποιοι μας «επέβαλαν» ως πρότυπο εθνικής μαγκιάς και εξυπνάδας. Οι νέοι Έλληνες θα συνεχίσουν όταν όλοι εμείς θα έχουμε παραδώσει σώμα και πνεύμα. Κι οι Νέοι Έλληνες, ιδιοκτήτες του αυθαίρετου της Ελλάδας, θα πρέπει να «σκοτώσουν» το κατεστραμμένο στοιχείο στο DNA τους, καθαρίζοντας τα χαλάσματα των προηγούμενων και κυρίως χωρίς θυμό. Γιατί ο θυμωμένος άνθρωπος –ασχέτως δίκιου ή άδικου– έχει πάντα το ακαταλόγιστο.
«The show must go on». Ή, επί το ελληνικότερον, «ας κρατήσουν οι χοροί».